μεταφοιτῶ, -άω (ΑΜ)μεταβαίνω από ένα πρόσωπο σε άλλο ή από μια θέση ή κατάσταση σε άλληαρχ.γυρίζω πάλι πίσω, επιστρέφω.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + φοιτῶ «περιφέρομαι, συχνάζω»].