μεταψαίρω

Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

   A brush against, ποδὶ πέτρον E.Ph.1390.

German (Pape)

[Seite 157] wegscharren, -schieben, ποδὶ πέτραν, Eur. Phoen. 1399, Hesych. erkl. μεταφέρω.

Greek (Liddell-Scott)

μεταψαίρω: προστρίβω εἰς..., ποδὶ πέτρον Εὐρ. Φοίν. 1390.

French (Bailly abrégé)

repousser doucement.
Étymologie: μετά, ψαίρω.

Greek Monolingual

μεταψαίρω (Α)
προστρίβω, τρίβω, βουρτσίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. <μετ(α)- ψαίρω «κινούμαι, τινάζομαι»].