μηκηθμός

Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

ὁ, = foreg., Opp.C.2.359.

German (Pape)

[Seite 171] ὁ, = μηκασμός, Opp. Cyn. 2, 359.

Greek (Liddell-Scott)

μηκηθμός: ὁ, = μηκασμός, Ὀππ. Κυν. 2. 339. (Πρβλ. μυκηθμός).

Greek Monolingual

μηκηθμός, ὁ (Α)
η φωνή τών ζώων, ο μηκασμός («διὰ τοῡ μηκηθμοῡ τῆς ὄνου», Γρηγ. Νύσσ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηκ-ῶμαι + επίθημα -ηθμός (πρβλ. βρυχ-ηθμός)].