μήρυμα

Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is drawn out: strand of gut, Ph.Bel. 65.33; skein of such strands, Hero Bel.81.14; thread, Poll.7.29; μηρύματα λίθων, of fibrous stone, Plu.2.434a; of bitumen, J.BJ4.8.4; of ship's cordage, Plu.Cic.47; μ. ἐρίου Dem.Ophth. ap. Aët.7.53; kink in a string, Hero Aut.2.11.    II a serpent's coil or trail, δολιχῷ μ. γαστρός Nic.Th.160, 265 (μηρύγματι codd., cf. Hsch., Cyr.).

German (Pape)

[Seite 178] τό, = μήρυγμα, bessere Form, s. Lob. parall. 433; Poll. 7, 29; Plut. def. or. 43; Schol. Soph. Tr. 597 erkl. so κάταγμα οἰός.

Greek (Liddell-Scott)

μήρῡμα: τό, κεκλωσμένον πρᾶγμα, κλωστή, Πολυδ. Ζ΄, 29· ἐπὶ ἰνώδους λίθου, Πλούτ. 2. 434Α. II. ὡς τὸ Λατ. tractus, volumen, ἡ σπεῖρα τοῦ ὄφεως, δολιχῷ μ. γαστρὸς Νικ. Θηρ. 163, 265, - ὡς γράφει ὁ Λοβέκ. ἐν Παραλ. 433 ἀντὶ τῆς γραφῆς μήρυγμα.

French (Bailly abrégé)

mieux que μήρυγμα;
ατος (τό) :
déroulement des fils d’une trame.
Étymologie: μηρύω.

Greek Monolingual

το (Α μήρυμα και μήρυσμα και μήρυγμα) μηρύομαι
νεοελλ.
1. (γενικά) το τύλιγμα καινούργιου σχοινιού, όπως αυτό συσκευάζεται και εμφανίζεται στο εμπόριο
2. ναυτ. σπείρωμα καινούργιου λεπτού σχοινιού, μήκους 80 ώς 120 οργιές
αρχ.
1. καθετί το συνεστραμμένο και ιδίως το σπείρωμα χορδής
2. δέμα συνεστραμμένων χορδών
3. νήματα πλεγμένα ή περιεστραμμένα, κλωστές
4. νηματοειδής διάταξη ύλης
5. σχοινιά πλοίου
6. έμβολο σχοινιού
7. σπείρα φιδιού
8. (για χρόνο) έκταση, μήκος.