μηδαμόθι

Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

Adv.

   A nowhere, γῆς Plu.2.360a, Luc.Herm.31.

German (Pape)

[Seite 169] (correl. zu πόθι), nirgendwo, = μηδαμοῦ, τῆς γῆς, Luc. Hermot. 31.

Greek (Liddell-Scott)

μηδᾰμόθῐ: Ἐπίρρ., ἐν μηδενὶ μέρει, τῆς γῆς Πλούτ. 2. 360Α, Λουκ. Ἑρμότ. 31.

French (Bailly abrégé)

adv.
nulle part sans mouv.
Étymologie: μηδαμός, -θι.

Greek Monolingual

μηδαμόθι (Α)
επίρρ. σε κανένα μέρος, πουθενά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός + επιρρμ. κατάλ. -θι (πρβλ. ουδαμό-θι)].