μηδαμόθι
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
Adv. nowhere, γῆς Plu.2.360a, Luc.Herm.31.
German (Pape)
[Seite 169] (correl. zu πόθι), nirgendwo, = μηδαμοῦ, τῆς γῆς, Luc. Hermot. 31.
French (Bailly abrégé)
adv.
nulle part sans mouv.
Étymologie: μηδαμός, -θι.
Russian (Dvoretsky)
μηδᾰμόθῐ: adv. нигде: μ. τῆς γῆς Luc., Plut. нигде на земле.
Greek (Liddell-Scott)
μηδᾰμόθῐ: Ἐπίρρ., ἐν μηδενὶ μέρει, τῆς γῆς Πλούτ. 2. 360Α, Λουκ. Ἑρμότ. 31.
Greek Monolingual
μηδαμόθι (Α)
επίρρ. σε κανένα μέρος, πουθενά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός + επιρρμ. κατάλ. -θι (πρβλ. ουδαμόθι)].
Greek Monotonic
μηδᾰμόθι: επίρρ., πουθενά, σε Λουκ.
Middle Liddell
nowhere, Luc.