ἡ,
A leased usufruct, PLips.10 ii 9 (iii A. D.).
μισθοκαρπία, ἡ (Α)μισθωμένη επικαρπία πράγματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + -καρπία μέσω ενός αμάρτυρου μισθόκαρπος (πρβλ. κακο-καρπία)].