μισθοκαρπία

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθοκαρπία Medium diacritics: μισθοκαρπία Low diacritics: μισθοκαρπία Capitals: ΜΙΣΘΟΚΑΡΠΙΑ
Transliteration A: misthokarpía Transliteration B: misthokarpia Transliteration C: misthokarpia Beta Code: misqokarpi/a

English (LSJ)

ἡ, leased usufruct, PLips.10 ii 9 (iii A. D.).

Greek Monolingual

μισθοκαρπία, ἡ (Α)
μισθωμένη επικαρπία πράγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + -καρπία μέσω ενός αμάρτυρου μισθόκαρπος (πρβλ. κακοκαρπία)].