μισογύνης

Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ,

   A woman-hater, title of play by Menander, cf. Str.7.3.4; of Euripides, Hieronym. ap. Ath.13.557e; title of Heracles in Phocis, Plu.2.403f.

German (Pape)

[Seite 191] ὁ, der die Weiber haßt, Weiberfeind; Strab. 7, 3, 4, Ath. XIII, 557 e u. A.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσογύνης: [ῠ], -ου, ὁ, ὁ μισῶν τὰς γυναῖκας, ὄνομα δράματος τοῦ Μενάνδρου, πρβλ. Στράβ. 297, Πλούτ. 2. 403F, κτλ.· - ὡσαύτως, μισογύναιος, ον, Ἀλκίφρων 1. 34, Πρόκλ.· μισόγυνος, ον. Θεογνώστου Καν. σ. 88. 23.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui hait les femmes, ennemi des femmes.
Étymologie: μισέω, γυνή.

Greek Monolingual

ο (Α μισογύνης)
αυτός που μισεί τις γυναίκες
νεοελλ.
αυτός που απεχθάνεται τη σαρκική μίξη με τις γυναίκες
αρχ.
1. προσωνυμία του Ευριπίδου
2. προσωνυμία του Ηρακλέους στους Φωκείς
3. ως κύριο όν. Μισογύνης
τίτλος έργου του Μενάνδρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + -γύνης (< γυνή), πρβλ. φιλο-γύνης].