μουγγαμάρα

Revision as of 07:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. το χαρακτηριστικό γνώρισμα και η κατάσταση του μουγγού, το να μη μπορεί κανείς να μιλήσει, βουβαμάρα
2. μτφ. παρατεταμένη και αμήχανη σιωπή («τί μουγγαμάρα είναι αυτή που σέ έπιασε σήμερα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μουγγός + κατάλ. -αμάρα (πρβλ. βουβ-αμάρα, κουτ-αμάρα)].