μουσάριον

Revision as of 11:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

τό, name of an

   A eye-salve, Alex. Trall.2.

German (Pape)

[Seite 210] τό, eine Augensalbe, Alex. Trall.

Greek (Liddell-Scott)

μουσάριον: τό, ἀλοιφή τις τῶν ὀφθαλμῶν, Ἀλέξ. Τραλλ. 2. 129.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
collyre.
Étymologie: μοῦσα.

Greek Monolingual

(I)
μουσάριον, τὸ (Α) μούσα (Ι)]
ονομασία ενός είδους κολλυρίου.———————— (II)
μουσάριον και μουσάρον, τὸ (Μ)
μωσαϊκό έργο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μουσεῖον «μωσαϊκό έργο» + υποκορ. κατάλ. -άριον]].