μωσαϊκό

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source

Greek Monolingual

το
1. ψηφιδωτό δάπεδο ή ψηφιδωτή τοιχογραφία, ψηφιδωτό («τα μωσαϊκά της μονής του Δαφνίου»).
2. (κατ' επέκτ. και μτφ.) σύνθεση από πολλά μικρά και ανομοιογενή στοιχεία, συνονθύλευμα, συμπίλημα, σύμφυρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mōsaico < μσν. λατ. mōsaicum < αρχ. μωσίον (μσν. μουσίον) «μωσαϊκό έργο» < μοῦσα (για τη σημ. της λέξης βλ. λ. μουσείο). Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν του Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου].