μυκαρός, -ά, -όν (Α)αυτός που έχει την τάση να μυκάται.[ΕΤΥΜΟΛ. < μυκῶμαι «μουγκρίζω» + κατάλ. -αρός (πρβλ. γερ-αρός, λιπ-αρός)].