μυκαρός

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479

Greek Monolingual

μυκαρός, -ά, -όν (Α)
αυτός που έχει την τάση να μυκάται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυκῶμαι «μουγκρίζω» + κατάλ. -αρός (πρβλ. γεραρός, λιπαρός)].