μυλοκόπος

Revision as of 11:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

ὁ,

   A millstone-worker, PTeb.278.12 (i A. D.), Gloss., prob. in Sammelb.7199.29 (ii A. D.); = ὀνοκόπος, Poll.7.20.    II = μύλλος, Sch.Opp.H.1.130:—also Dim. μῠλο-κόπιον, τό, ibid.

German (Pape)

[Seite 217] den Mühlstein schärfend, Poll. 7, 20.

Greek (Liddell-Scott)

μῠλοκόπος: -ον, ὁ, κόπτων, κατεργαζόμενος μυλοπέτρας, Γλωσσ. 2) = ὁ ἰχθὺς μύλλος, Σχόλ. εἰς Ὀπ. Ἁλ. 1, 130.

Greek Monolingual

-ο (Α μυλοκόπος, -ον)
αυτός που κόβει, που κατεργάζεται τους μυλίτες λίθους, τις μυλόπετρες
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. μυλοκόπος
το ψάρι μύλλος, το μυλοκόπι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη / μύλος + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. ξυλο-κόπος.