μουσαμάς

Revision as of 11:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
1. ύφασμα επικαλυμμένο με μονωτική ουσία, η οποία το καθιστά αδιάβροχο
2. πανωφόρι ή κάλυμμα από τέτοιο ύφασμα για προστασία από τη βροχή
3. τάπητας με επίστρωμα λινελαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. muşemma].