το ξεγδέρνώ1. αφαίρεση δέρματος, εκδορά2. ασήμαντο επιφανειακό τραύμα της επιδερμίδας, νυχιά, γρατσουνιά, αμυχή3. παροιμ. «ξένος πόνος ξέγδαρμα» — η λύπη για την ατυχία που βρίσκει κάποιον άλλον περνάει γρήγορα.