-άω (Α ξυλοκοπῶ, -έω) ξυλοκόπος1. δέρνω κάποιον χρησιμοποιώντας ξύλο, ξυλίζω, ξυλοφορτώνω, ραβδίζω («κἄν καταδικασθῇ, ξυλοκοπεῑται», Πολ.)2. δέρνω κάποιον ανηλεώςαρχ.κόβω ξύλα, ιδίως από δάσος.