μπάνιο

Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (Μ μπάνιο)
συν. στον πληθ. τα μπάνια
ιαματικές πηγές οι οποίες έχουν τις κατάλληλες για την εξυπηρέτηση τών ασθενών εγκαταστάσεις
νεοελλ.
1. μέρος του σπιτιού όπου μπορεί να πλυθεί κανείς («μπήκε στο μπάνιο»)
2. το πλύσιμο του σώματος («κάθε πρωί παίρνει το μπάνιο του»)
3. η λεκάνη στην οποία κάνει κανείς μπάνιο, ο λουτήρας
4. θαλάσσιο λουτρό («πάμε στη θάλασσα να κάνουμε μπάνιο»)
5. ναυτ. α) ποδίσκος τριγωνικού ή ωτοειδούς ιστίου
β) το πρόσθιο κρέμασμα του ιστίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < ιταλ. bagno < λατ. balneum < αρχ. ελλ. βαλανεῖον «λουτρό»].