ξενιτεύομαι

Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(ΑΜ ξενιτεύω)
πηγαίνω να ζήσω σε ξένη χώρα, αποδημώ, μεταναστεύω («ξενιτεμένο μου πουλί», Πολίτ.)
αρχ.
1. βρίσκομαι σε εξορία
2. ζω απομονωμένος από τον κόσμο
3. μέσ. υπηρετώ ως μισθοφόρος στρατιώτης σε ξένο τόπο («ἐγὼ ξενιτευόμενος ἐστρατευόμην», Αντιφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος, πιθ. αναλογικά προς το πολιτεύομαι].