ξασπρίζω

Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

1. κάνω κάτι να αποκτήσει λευκό χρώμα, ασπρίζω, λευκαίνω
2. γίνομαι λευκός, αποκτώ λευκό χρώμα
3. αποχρωματίζω, ξεθωριάζω («τα ρούχα τά ξάσπρισε ο ήλιος»)
4. χάνω το χρώμα μου, αποχρωματίζομαι, ξεθωριάζω
5. (για στάχια) ωριμάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε)- + ασπρίζω].