μπαγκέρης
Greek Monolingual
και μπανκέρης, ο
1. τραπεζίτης
2. (στη χαρτοπαιξία) αυτός που διευθύνει το παιχνίδι, ο μπαγκαδόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. banchiere (βλ. λ. μπάγκα)].
και μπανκέρης, ο
1. τραπεζίτης
2. (στη χαρτοπαιξία) αυτός που διευθύνει το παιχνίδι, ο μπαγκαδόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. banchiere (βλ. λ. μπάγκα)].