μπάγκα
From LSJ
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
Greek Monolingual
και μπάνκα, η
1. πιστωτικό ίδρυμα, τράπεζα
2. φρ. «κάνω τη μπάγκα» και «έχω τη μπάγκα»
(στη χαρτοπαιξία) μοιράζω τα χαρτιά της τράπουλας πληρώνοντας με δικά μου χρήματα όσους κερδίζουν και εισπράττοντας τα χρήματα όσων χάνουν, αλλ. μάνα («παίζουμε χαρτιά; εγώ θα κάνω τη μπάγκα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. banca «τράπεζα»].