μυοθηρεύω

Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

   A catch mice, ib.3.

Greek Monolingual

μυοθηρεύω (Α)
κυνηγώ ποντίκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυοθήρας, αντί του ορθού μυοθηρῶ, αφού πρόκειται για παρασύνθεση του ρ.].