ορτσάρω

Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

1. οδηγώ ιστιοφόρο προς τη φορά του ανέμου («ορτσάρισε, ορτσάρισε, / τον κάβο καβαντζάρισε», δημ. τραγούδι)
2. (για ιστιοφόρο πλοίο) προσάγομαι προς την κοίτη του ανέμου («ορτσάρισε, μπρατσέρα μου, / να φέρεις τον αέρα μου», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. orzare].