ὁμόδαις
English (LSJ)
δαιτος, ὁ, ἡ,
A companion at table, Choerob.in Theod.1.187,210 H.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόδαις: ὁ, ἡ, ὁ ὁμοῦ εὐωχούμενος, ὁμοτράπεζος, Χοιροβοσκ. 176, 206 Gaisf.
Greek Monolingual
ὁμόδαις, -δαιτος, ὁ, ἡ (Μ)
αυτός που τρώει μαζί με κάποιον άλλο, ομοτράπεζος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + δαίς, δαιτός «μερίδα φαγητού, γεύμα» (πρβλ. αβρό-δαις)].