μυροδοχείο

Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
1. δοχείο στο οποίο φυλάσσεται αρωματικό υγρό, μυρογυάλι, μυροθήκη
2. λειτουργικό σκεύος της εκκλησίας στο οποίο φυλάσσεται το άγιο μύρο.