μυροθήκη

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠροθήκη Medium diacritics: μυροθήκη Low diacritics: μυροθήκη Capitals: ΜΥΡΟΘΗΚΗ
Transliteration A: myrothḗkē Transliteration B: myrothēkē Transliteration C: myrothiki Beta Code: muroqh/kh

English (LSJ)

ἡ, box of unguent, POxy.1026.21 (v A.D.), BGU717.14, EM55.37, etc.

German (Pape)

[Seite 221] ἡ, Salbenbehälter, Salbenbüchse, E. M. 55, 33.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
boîte à parfum.
Étymologie: μύρον, θήκη.

Greek (Liddell-Scott)

μῠροθήκη: ἡ, θήκη μύρου, Ἐτυμ. Μέγ. 55. 33, Ἐκκλ.· - ὑποκορ. μῠροθήκιον, τό, Κικ. π. Ἀττ. 2. 1, 1.

Greek Monolingual

η (ΑΜ μυροθήκη)
δοχείο, θήκη μύρου
μσν.
μτφ. τα λείψανα αγίων, επειδή αναδίδουν ευωδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + θήκη.