νεηκονής

Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

ές, (ἀκόνη) = foreg., S.Aj.820.

German (Pape)

[Seite 236] ές, neu geschärft, θηγάνῃ νεηκονής, vom Schwerte, Soph. Ai. 807.

Greek (Liddell-Scott)

νεηκονής: -ές, (ἀκόνη) = νεηκής, Σοφ. Αἴ. 820.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. νεήκης.
Étymologie: νέος, ἀκονάω.

Greek Monolingual

νεηκονής, -ές (Α)
νεήκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + ἀκόνη. Το -η- του τ. (αντί -ακονής) οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].