νεκυσσόος

Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

ον,

   A rousing the dead to life, Nonn.D.44.204.

German (Pape)

[Seite 238] = νεκυοσσόος, Nonn. D. 44, 202, Περσεφόνεια.

Greek (Liddell-Scott)

νεκυσσόος: -ον, = νεκυοσσόος, Νόνν. Δ. 44. 202.

Greek Monolingual

νεκυσσόος και νεκυο(σ)σόος, -ον (Α)
αυτός που εγείρει, που ανακαλεί στη ζωή τους νεκρούς, που δίνει ζωή στους νεκρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός» + -σσόος (< σεύομαι «ξεσηκώνω, παρακινώ»), πρβλ. δημο-σσόος, κυνο-σσόος].