νεκυοσσόος

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source

German (Pape)

[Seite 238] Todte rettend, od. Todte aufjagend, d. i. zum Leben erweckend, Nonn., vgl. Lob. Phryn. 647.

Greek (Liddell-Scott)

νεκυοσσόος: -ον, ὁ ἐγείρων τοὺς νεκρούς, ζωοποιῶν αὐτούς, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ε΄, 25., ια΄, 44.

Greek Monolingual

νεκυοσσόος, -ον (Α)
βλ. νεκυσσόος.