νευρίτης

Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

[ῑ] λίθος, ὁ,

   A sinew-like stone, Orph.L.748 codd. (fort. leg. νεβρ-).

German (Pape)

[Seite 247] ὁ, sehnig, wie νευρῖτις, f. l. für νεβρίτης.

Greek (Liddell-Scott)

νευρίτης: λίθος, ὁ, λίθος ὅμοιος πρὸς νεῦρον, Ὀρφ. Λιθ. 742.

Greek Monolingual

(I)
ο
(ανατ.-βιολ.) ο νευράξονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurite < νεύρο + κατάλ. -ίτης].———————— (II)
νευρίτης, ὁ (Α)
φρ. «νευρίτης λίθος» — είδος λίθου με ινώδεις διακλαδώσεις, νερά, που μοιάζουν με νεύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + κατάλ. -ίτης (πρβλ. κογχ-ίτης, λυχν-ίτης)].