νευρίτης
From LSJ
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
English (LSJ)
[ῑ] λίθος, ὁ, sinew-like stone, Orph.L.748 codd. (fort. leg. νεβρ-).
German (Pape)
[Seite 247] ὁ, sehnig, wie νευρῖτις, f.l. für νεβρίτης.
Greek (Liddell-Scott)
νευρίτης: λίθος, ὁ, λίθος ὅμοιος πρὸς νεῦρον, Ὀρφ. Λιθ. 742.
Greek Monolingual
(I)
ο
(ανατ.-βιολ.) ο νευράξονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurite < νεύρο + κατάλ. -ίτης].
(II)
νευρίτης, ὁ (Α)
φρ. «νευρίτης λίθος» — είδος λίθου με ινώδεις διακλαδώσεις, νερά, που μοιάζουν με νεύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + κατάλ. -ίτης (πρβλ. κογχίτης, λυχνίτης)].