νευράξονας

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source

Greek Monolingual

ο
ανατ.
1. επιμήκης μεμονωμένη αποφυάδα του κυτταρικού σώματος του νευρώνα η οποία εκφύεται γενικά από το αντίθετο μέρος τών δενδριτών, περιέχει μιτοχόνδρια, νευρικά σωληνάρια, νευρικά ινίδια και άκοκκο ενδοπλασματικό δίκτυο και καταλήγει σε απλή ή εκτεταμένη διακλάδωση και η οποία εξασφαλίζει τη μεταγωγή του νευρικού παλμού, αλλ. νευρίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nevraxe < νευρ(ο)- + άξονας. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Περ. Γρηγοριάδη].