νήκουστος

Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

ον, (νη-, ἀκουστός)

   A deaf, not hearing, Emp.137.3.    II unheard, unknown, Arat.173.

German (Pape)

[Seite 252] (νηἀκουστός), ungehört, unbekannt, Arat. 173.

Greek (Liddell-Scott)

νήκουστος: -ον, (νη-, ἀκουστὸς) ἀνήκουστος, μὴ ἀκουσθείς, ἄγνωστος, Ἄρατος 173.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inouï, inconnu.
Étymologie: νη-, ἀκούω.

Greek Monolingual

νήκουστος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν ακούει, κουφός
2. άγνωστος, ανήκουστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + ακουστός (< ἀκούω), πρβλ. αν-ήκουστος].