νεοχμώ

Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(I)
νεοχμῶ, -έω (Α) νεοχμός
νεοχμώ (II).———————— (II)
νεοχμῶ, -όω (Α) νεοχμός
1. επιφέρω μεταρρυθμίσεις, ιδίως πολιτικές
2. (γενικά) αλλάζω, μεταβάλλω
3. ανακαινίζω, ανανεώνω
4. ιατρ. προκαλώ επιπλοκή ή δυσκολίες.