λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
(I)
νεοχμῶ, -έω (Α) νεοχμός
νεοχμώ (II).
(II)
νεοχμῶ, -όω (Α) νεοχμός
1. επιφέρω μεταρρυθμίσεις, ιδίως πολιτικές
2. (γενικά) αλλάζω, μεταβάλλω
3. ανακαινίζω, ανανεώνω
4. ιατρ. προκαλώ επιπλοκή ή δυσκολίες.