νομιμοποιώ

Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-έω
καθιστώ κάτι νόμιμο, προσδίδω εκ τών υστέρων νόμιμο χαρακτήρα σε πράξη ή κατάσταση αρχικά παράνομη, κατοχυρώνω νομικά μια κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμιμος + -ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στον Ν. Σπηλιάδη].