νταβατζής

Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και νταβάς, ο (Μ νταβατζής και νταουτζής)
νεοελλ.
εραστής και εκμεταλλευτής ιεροδούλων, γυναικών που ασκούν την πορνεία
μσν.
(νομ.) ο ενάγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. davaci «συνήγορος» < dava «δίκη»].