και νταβάς, ο (Μ νταβατζής και νταουτζής)νεοελλ.εραστής και εκμεταλλευτής ιεροδούλων, γυναικών που ασκούν την πορνείαμσν.(νομ.) ο ενάγων.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. davaci «συνήγορος» < dava «δίκη»].