πνευματοκτόνος

Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ον, Ν
αυτός που σκοτώνει το πνεύμα, ο καταστροφικός για την πνευματική υγεία ενός ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεύμα, -ατος + -κτόνος (< κτείνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1872 σε έκθεση διαγωνίσματος περί παιδείας].