πλεμάτι

Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
καθετί που έχει πλεχθεί, πλέγμα, δίχτυ («στο κρεμαστό μεσόκλωνο, πλεμάτι της αράχνης», Γρυπ.)
2. (ειδικά) α) αλιευτικό δίχτυ
β) δικτυωτός σάκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πλεγμάτιον, υποκορ. του πλέγμα, με σίγηση του -γ- (πρβλ. πλεύμων: πλεμόνι)].