πλεγμάτιον

From LSJ

πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλεγμάτιον Medium diacritics: πλεγμάτιον Low diacritics: πλεγμάτιον Capitals: ΠΛΕΓΜΑΤΙΟΝ
Transliteration A: plegmátion Transliteration B: plegmation Transliteration C: plegmation Beta Code: plegma/tion

English (LSJ)

τό, Dim. of πλέγμα 1.2, Arist.PA685b5, M.Ant.2.2.

Russian (Dvoretsky)

πλεγμάτιον: (ᾰ) τό [demin. к πλέγμα бинт, бандаж (τοῖς πλεγματίοις τοὺς δακτύλους ἐμβάλλειν Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

πλεγμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πλέγμα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 9, 13.

Greek Monolingual

τὸ, Α πλέγμα, -ατος]
μικρό πλέγμα.