ὀψίκοιτος, -ον (Α)αυτός που πηγαίνει στο κρεβάτι του αργά τη νύχτα, που κοιμάται αργά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ.λ. οψέ) + -κοιτος (< κοίτη)].