1. βγάζω ή λασκάρω τη βίδα, αποκοχλιώνω2. εξαντλώ με επίπονη σωματική άσκηση3. τρελαίνω («οι πολλές σκέψεις και οι στενοχώριες τον ξεβίδωσαν»).[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + βιδώνω].