τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife
1. χαλαρώνω2. χαλαρώνομαι3. φρ. α) «του λασκάρησε η βίδα» ή «του λασκάρησε το μυαλό» — τρελάθηκε, του έστριψεβ) «του λασκάρησα τα λουριά» — δεν τον περιορίζω πια, τον αφήνω σχετικά ελεύθερο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lascare].