βιδώνω

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source

Greek Monolingual

βίδα
1. τοποθετώ βίδα σε μια επιφάνεια στρέφοντάς την
2. φρ. α) «κάθεται βιδωμένος» — ακίνητος
β) «έτσι μου τη βίδωσε» — πήρα αυτή τη σταθερή απόφαση.