βιδώνω

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source

Greek Monolingual

βίδα
1. τοποθετώ βίδα σε μια επιφάνεια στρέφοντάς την
2. φρ. α) «κάθεται βιδωμένος» — ακίνητος
β) «έτσι μου τη βίδωσε» — πήρα αυτή τη σταθερή απόφαση.