ξεθύμασμα
Greek Monolingual
το ξεθυμαίνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξεθυμαίνω, εξάτμιση, εξαέρωση, ξέσπασμα, ξεθύμωμα, εξασθένηση, καταπράυνση
2. στον πληθ. τα ξεθυμάσματα
ιατρ. δερματικά εξανθήματα του προσώπου που εμφανίζονται συνήθως στα νεαρά άτομα.