ξεμπαρκάρω

Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

1. αποβιβάζω επιβάτες ή εμπορεύματα με βάρκα από πλοίο
2. αποβιβάζομαι από πλοίο
3. (για ναυτικό) διακόπτω την εργασία που είχα σε πλοίο, εγκαταλείπω το ναυτικό επάγγελμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + μπαρκάρω].