1. αποβιβάζω επιβάτες ή εμπορεύματα με βάρκα από πλοίο2. αποβιβάζομαι από πλοίο3. (για ναυτικό) διακόπτω την εργασία που είχα σε πλοίο, εγκαταλείπω το ναυτικό επάγγελμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + μπαρκάρω].