αποβιβάζω

From LSJ

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source

Greek Monolingual

(AM ἀποβιβάζω)
βγάζω απο το πλοίο στη στεριά ή από άλλο συγκοινωνιακό μέσο σε κατάλληλο χώρο.