-άω και ξενυχτίζω
1. περνώ τη νύχτα άγρυπνος, διανυκτερεύω
2. διασκεδάζω τις μεταμεσονύκτιες ώρες
3. εργάζομαι μέχρι το πρωί
4. κάνω κάποιον να μείνει άγρυπνος («με την κουβέντα μέ ξενύχτισε»)
5. αγρυπνώ δίπλα σε άρρωστο ή στη σορό νεκρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + νύχτα].